ηφαιστειογενής
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από έκρηξη ηφαιστείου («ηφαιστειογενής νήσος»)
2. αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή ενέργεια («ηφαιστειογενείς σεισμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + -γενής < γένος (πρβλ. ευγενής, σεισμογενής). Η λ. μαρτυρείται στο 1867 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].