ηχολήπτης

Greek Monolingual

ο
ο υπεύθυνος για την εγγραφή του ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. αναλήπτης, παραλήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-engineer].