θάβακος: (θάϝακος) θᾶκος, Ἡσύχ.
θάβακος, ό (Α)θάκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα του Ησυχίου θάβακος διασώζει τον αρχικό τ. θαFακος, από τον οποίο προέκυψε με συναίρεση ο τ. θάκος].