θάσσον και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)(επίρρ. συγκρ. του ταχέως) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — γρήγορα ή αργά, κάποτε, οπωσδήποτε).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.