θέρισμα

Greek Monolingual

το (Α θέρισμα) θερίζω
νεοελλ.
1. ο θερισμός («το θέρισμα του σταριού»)
2. όλεθρος, καταστροφή, αποδεκατισμός
3. ακατάσχετη διάρροια
αρχ.
το σιτάρι που πρόκειται κάποιος να θερίσει.