-έως, ὁ, fisherman, Hsch.
[Seite 1182] ὁ, der Fischer, Hesych.
θᾰλασσεύς: έως, ὁ, ἁλιεύς, Ἡσύχ.
θαλασσεύς, -έως, ό (Α) θάλασσααλιεύς.