αλιεύς
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
(-έως), ο (Α ἁλιεύς)
1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς
2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτι
αρχ.
1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης
2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός
3. είδος ψαριού, το είδος Lophius piscatorius, κν. πεσκαντρίτσα ή βατραχόψαρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλος.
ΠΑΡ. ἁλιεύω
αρχ.
ἁλίειος].