θαλασσοτείχιστος

English (LSJ)

θαλασσοτείχιστον, Glossaria on ἁλιερκής, Sch.Pi.O.8.34.

German (Pape)

[Seite 1183] Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσοτείχιστος: -ον, ἑρμην. τοῦ ἁλιερκής, Σχόλ. Πινδ. Ὀλ. 8, 34.

Greek Monolingual

θαλασσοτείχιστος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. ατείχιστος, ευαποτείχιστος].