ατείχιστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτείχιστος, -ον)
αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο ανοχύρωτος
αρχ.
εκείνος που δεν έχει αποκλειστεί με τείχος το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί.
-η, -ο (AM ἀτείχιστος, -ον)
αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο ανοχύρωτος
αρχ.
εκείνος που δεν έχει αποκλειστεί με τείχος το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί.