θανατοφόρος

English (LSJ)

θανατοφόρον, = θανατηφόρος, πάθη A.Ag.1176 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1186] = θανατηφόρος, Aesch. Ag. 1149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θανατηφόρος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτοφόρος: Aesch. = θανατηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176.

Greek Monolingual

θανατοφόρος, -ον (Α)
ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -φόρος < φέρω
πρβλ. ανθοφόρος, καρποφόρος.

Greek Monotonic

θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θᾰνᾰτο-φόρος, ον = θανατηφόρος, Aesch.]