θεαρία

English (LSJ)

Doric for θεωρία.


English (Slater)

θεᾱρία sacred mission ? μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (perhaps adj.) (Pae. 14.37)