θεατροποιός

English (LSJ)

θεατροποιόν, making a theatre, Anaxandr.34.9 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, der ein Theater macht, Anaxandr. Ath. VI, 242 f.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτροποιός: -όν, ὁ ποιῶν θέατρον, ἤτοι θέαμα, καινὸς θεατροποιὸς Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 9.