θεατροτορύνη

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, = τορύνη θεάτρου, stage-pounder, epithet of Melissa, who was a clumsy dancer, Ath.4.157a.

German (Pape)

[Seite 1190] ἡ, von einer Hetäre, Ath. IV, 157 a, Rührlöffel des Theaters.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτροτορύνη: ῡ, ἡ, = τορύνη θεάτρου, χουλιάρα θεάτρου, ἐπίθετον τῆς ἑταίρας Μελίσσης, Ἀθήν. 157Α.

Greek Monolingual

θεατροτορύνη, ή (Α)
(ως χλευαστ. επίθ. της εταίρας Μελίσσης) η τορύνη, η κουτάλα του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + τορύνη.