θεμίστιος

English (LSJ)

ὁ,
A patron of right, of Zeus, Plu.2.1065e.
II name of month in Thessaly, etc., IG9(1).689, etc.

German (Pape)

[Seite 1194] Recht und Gesetz schützend, Zeus, Plut. adv. Stoic. 14.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui préside à la justice (Zeus).
Étymologie: θέμις.

Russian (Dvoretsky)

θεμίστιος:охраняющий право и справедливость (Ζεύς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θεμίστιος: ὁ, προστάτης τοῦ δικαίου, Ζεύς, παρὰ Πλουτ. 2. 1065E.

Greek Monolingual

θεμίστιος, ὁ (Α)
1. (για τον Δία) ο προστάτης του δικαίου
2. επιγρ. ονομασία μήνα στη Θεσσαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ-ος) + κατάλ. -ιος, πρβλ. όμβριος, όρθριος].