θεοεχθρία
English (LSJ)
v. θεοισεχθρία.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
θεοεχθρία, ή (Α)
1. η έχθρα κατά του θεού
2. το να είναι κάποιος μισητός σε θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + εχθρία (< εχθρός)].
Greek Monotonic
θεοεχθρία: ἡ, = θεοσεχθρία.
Middle Liddell
θεο-εχθρία, ἡ, = θεοσεχθρία.]
German (Pape)
s. θεοεχθία.