θεοφορέω

English (LSJ)

A deify, τὸ πῦρ S.E.M.9.32.
II Pass., to be possessed by a god, inspired, Longin.13.2, Ph.2.146, al., Luc.Philops.38, S.E.P. 1.101; Θεοφορουμένη, name of a play of Menander, Ath.11.504a, cf. Arg.Men.Oxy.1235.46.

German (Pape)

[Seite 1198] 1) Gott in sich tragen, Clem. Al.; pass. von Gott hingerissen, begeistert werden, S. Emp. pyrrh. 1, 101; Longin. u. a. Sp. – 2) für einen Gott halten, πῦρ S. Emp. adv. phys. 1, 32.

French (Bailly abrégé)

θεοφορῶ :
inspirer d'un souffle divin ; Pass. être inspiré par un dieu.
Étymologie: θεόφορος.

Russian (Dvoretsky)

θεοφορέω:
1 обожествлять (τὸ πῦρ Sext.);
2 pass. быть вдохновленным богами Luc.: οἱ φρενιτίζοντες καὶ οἱ θεοφορούμενοι Sext. неистовствующие и одержимые.

Greek (Liddell-Scott)

θεοφορέω: φέρω ἐν ἐμαυτῷ τὸν θεόν, Κλήμ. Ἀλ. 748. ΙΙ. θεοποιῶ, τὸ πῦρ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 32. ΙΙΙ. Παθ., κατέχομαι ὑπὸ θεότητός τινος, εἶμαι θεόπνευστος, Λουκ. Φιλοψ. 38, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 101, Λογγῖν.· ἡ Θεοφορουμένη, ὄνομα δράματος τοῦ Μενάνδρου.

Greek Monotonic

θεοφορέω: μέλ. -ήσω (θεόφορος), φέρω μέσα μου το θεό· Παθ., κατέχομαι από κάποιον θεό, βρίσκομαι υπό την επήρειά του, σε Λουκ.

Middle Liddell

θεοφορέω, fut. -ήσω θεόφορος
to bear God within one: Pass. to be possessed by a god, Luc.