θερμαστρίς
English (LSJ)
or θέρμαστρις (Hsch.), ἡ, IG22.1414.42; acc. θερμαστριν
A Roussel, Cultes Égyptiens 220 (Delos, ii B.C.); gen. θερμαστρίδος Arist.Mech.854a24: acc. pl. θερμάστρεις LXX 3 Ki.7.26(40),31(45): for forms with -αυστρ- v. infr.:—tongs used by smiths to take hold of hot metal, Hsch.: generally, pincers, pliers, Arist.l.c.
2 metaph., a violent dance, in which the legs were crossed tong-fashion, Poll.4.102, Ath.14.630a, Hsch. (θερμαυστρίς codd. Poll., θαυυαστρεις cod. A Ath., θέρμαστρις Hsch.); cf. θερμαυστρίζω.
II spike, clamp, Ath.Mech.34.4.
III = θερμαντήρ, τὰς θερμάστρεις LXX Il.cc.; θερμαυστρίς and θερμαστρίς Poll.10.66; acc. θέρμαυστριν (prob. in this signf.) Eup.228: in IG and Roussel Il. cc. the signf. may be 1.1 or III. (In signf. 1 prob. fr. θερμός, αὔω (A), cf. ἐξαύω: but the origin of signf. III and the form -αστρ- is not clear.)
German (Pape)
[Seite 1201] ίδος, ἡ, Feuerzange, womit die Schmiede glühende Metalle aufassen, Hesych.; Arist. quaest. mechan. 21. – Ein heftiger Tanz, von der zangenartigen Verschränkung der Füße, Poll. 4, 102; auch θερμαυστρίς, Ath. XIV, 629 f.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
I. instrument de forgeron :
1 sorte de pince ou de tenailles;
2 sorte de marteau;
II. danse à entrechats.
Étymologie: θερμάζω.
Russian (Dvoretsky)
θερμαστρίς: ίδος ἡ
1 кузнечные щипцы Arst.;
2 «щипцы» (пляска с быстрым скрещиванием ног) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
θερμαστρὶς: ἢ -αυστρίς, ίδος, ἡ, πυράγρα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς σιδηρουργοῖς, δι’ ἧς ἐλάμβανον τὰ πεπυρακτωμένα μέταλλα, «τσιμπίδα», Ἡσύχ. ― καθόλου, πᾶν εἶδος λαβίδος, = ὀδοντάγρα Ἀριστ. Μηχαν. 21, 2. 2) μεταφ., βίαιον εἶδος χοροῦ, καθ’ ὃ ὁ ὀρχούμενος ἀναπηδῶν διεσταύρου τὰ σκέλη ἐν εἴδει λαβίδος, Πολυδ. Δ΄, 102, Ἀθήν. 630Α· ἐντεῦθεν, θερμαυστρίζω, χορεύω τὸν χορὸν τοῦτον, Κριτίας 29, Λουκ. Ὀρχ. 34. ΙΙ. εἶδος σφηνὸς ἢ γόμφου, Μαθ. Ἀρχ. σ. 10. ΙΙΙ. = θερμαντήρ, Ἑβδ. (Γ΄, Βασιλ. Ζ΄, 40, 45), Πολυδ. Ι΄, 66· οὕτω πιθ. παρὰ τῷ Εὐπόλ. ἐν Πολ. 36. ― Οἱ τύποι διαφέρουσιν ἐν τοῖς χειρογράφ.· παρ’ Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Bekker παρέχει -αστρίς, ὁ Meineke ἐν Εὐπόλ. ἔνθ’ ἀνωτ. προτιμᾷ -αυστρίς. (κακῶς φέρεται ἐν Πολυδ. Ι΄, 66 θέρμαυστρις, καὶ ἐν Ἡσυχ. θέρμαστρις).