θερμάζω
From LSJ
ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you
English (LSJ)
= θερμαίνω (warm, heat, cherish hot feelings, glow, be feverish, grow feverish, be parched]), Ep. aor.1 opt. Med. θερμάσσαιο Nic. Al. 587.
German (Pape)
[Seite 1201] = Folgdm; θερμάσαιο Nic. Al. 599, τεθέρμασμαι Eust. Od. 276, 19.
French (Bailly abrégé)
chauffer, échauffer.
Étymologie: θερμός.
Greek (Liddell-Scott)
θερμάζω: τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀλεξιφ. 60, Ἐπικ. εὐκτ. μέσ. ἀορ. θερμάσσαιο.