θερμολογώ

Greek Monolingual

1. θερμίζω
2. μέσ. θερμολογιέμαι
υποφέρω από ελονοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμη + -λογώ «μαζεύω» < -λόγος (πρβλ. βλαστολογώ)].