θεροκοπώ

Greek Monolingual

(Μ θεροκοπῶ, -έω)
θερίζω συνεχώς και με ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + -κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ].