θεσμοφόριος

English (LSJ)

ὁ, demoticon at Memphis, Mitteis Chr. 29.5 (ii B.C.); at Alexandria, Supp.Epigr.2.866.
II (sc. μήν) name of month at Rhodes, IG12(1).3.5; in Crete, GDI5149.58.

Greek Monolingual

θεσμοφόριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Θεσμοφόριος
ονομασία μήνα στους Ροδίους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεσμοφόριον ή θεσμοφορεῖον
ναός της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα θεσμοφόρια
3. φρ. «θεσμοφόριον μέτρον» — είδος δακτυλικού μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -φόριος (< -φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνηφόριος, ξυλοφόριος].