ὁ, giver of θεσμοί, Id. ap. Eus.PE8.7, BMus.Inscr.4.481*.457 (pl.).
[Seite 1203] der die Gesetze singt, vorträgt, Philo.
θεσμῳδός, ὁ (Α)
αυτός που χορηγεί θεσμούς, αυτός που καθιερώνει νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγῳδός, χορῳδός].