θεότιμος

English (LSJ)

θεότιμον, = θεοτίμητος (honoured by the gods), ἄστυ B. 10.12 (trisyll.), cf. Pi. I. 6 (5).13, Orph. H. 27.1.

Greek (Liddell-Scott)

θεότῑμος: -ον, = τῷ προηγ., Πίνδ. Ι. 6 (5). 19, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 1, Βακχυλ. 10. 12.

English (Slater)

θεότῑμος honoured by heaven ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν θεότιμος ἐών (I. 6.13)

Greek Monolingual

θεότιμος και θεοτίμος, -ον (Α)
θεοτίμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιότιμος, έντιμος].

Greek Monotonic

θεότῑμος: -ον, = το προηγ., σε Πίνδ.

Middle Liddell

θεότῑμος, ον = θεοτῑ́μητος, Pind.]

German (Pape)

wie ein Gott zu verehren; Pind. I. 5.11; Orph. H. 26.