θεοτίμητος
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
[ι], Dor. θεοτίματος, ον, B.8.98:—honoured by the gods, θεοτιμήτους βασιλῆας Tyrt.4.3, cf. A.Ag.1337 (anap.); πόλις B. l.c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré par les dieux.
Étymologie: θεός, τιμάω.
German (Pape)
wie ein Gott zu verehren, Aesch. Ag. 1848 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
θεοτίμητος: (ῑ) чтимый как боги или чтимый (самими) богами (sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θεοτίμητος: ῑ, ον, τετιμημένος ὑπὸ τῶν θεῶν, θεοτιμήτους βασιλῆας Τυρταῖ. 2. 5, Βακχυλ. 8. 98, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1337.
Greek Monolingual
θεοτίμητος, -ον (AM, Α δωρ. τ. θεοτίματος)
αυτός που αξίζει να τιμηθεί ή τιμήθηκε από τον θεό ή τους θεούς («θεοτίμητος πόλις», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τίμητος (< τιμώ), πρβλ. αν-εκ-τίμητος, πολυ-τίμητος].
Greek Monotonic
θεοτίμητος: [ῑ], -ον, αυτός που τιμάται από τους θεούς, σε Τυρτ.
Middle Liddell
θεο-τῑ́μητος, ον
honoured by the gods, Tyrtae.