θεόφορος

English (LSJ)

(-φόρ-), ον, θεοφόρος (φέρω)
A god-bearing, bearing a god, carrying a god, inspired by God, πόδες A.Fr.225.
II θεόφορος, ον, possessed by a god, inspired, θ. δύαι the pains of inspiration, Id.Ag. 1150 (lyr.), cf. Phld.D.1.4.
2 θ. ὀνόματα names derived from a god, as Διόδωρος, Ath.10.448e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inspiré par un dieu.
Étymologie: θεός, φέρω.

Greek Monolingual

θεόφορος, -ον (AM)
θεόπνευστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φορος (< φέρω), πρβλ. διάφορος, φαρετρήφορος].

Greek Monotonic

θεόφορος: ον (φέρω), αυτός που έχει το θεό μέσα του, ο εμπνευσμένος από το θεό· θεοφόροι δύαι, οι μόχθοι της θείας έμπνευσης, σε Αισχύλ.

German (Pape)

von Gott gesandt, δύαι Aesch. Ag. 1150; K.S.

Russian (Dvoretsky)

θεόφορος: ниспосланный богами (δύαι Aesch.).

Middle Liddell

θεό-φορος, ον φέρω
possessed by a god, inspired, θ. δύαι the pains of inspiration, Aesch.