θηριοφόνος

Greek Monolingual

θηριοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία
2. κυνηγός θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -φόνος (< φόνος), πρβλ. δολοφόνος, ταυροφόνος.