θηρολέξου, ὁ, word-chaser, Hsch.
θηρολέξης και διάφ. γρφ. θηρολέκτης, ὁ (Α)αυτός που συλλέγει λέξεις, λεξιθήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- (< θήρα) + -λέξης (< λέξις), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].