-ές1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός2. θνησιγέννητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γενής < γένος (πρβλ. θεαγενής, λιμναγενής, μεταγενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο].