θνησιγέννητος

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που γεννιέται νεκρός, θνησιγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α-γέννητος αρτι-γέννητος].