[Seite 1214] τό, = θοίναμα, der Schmaus, die Speise, τράπεζαν πλήρη βαρβαρικῶν θοινημάτων Posidon. bei Ath. IV, 153 b.
θοίνημα: τό, = θοίναμα, Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 153Β.
θοίνημα, τὸ (Α)φαγητό, συμπόσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοίναμα].