θρεκτός

English (LSJ)

θρεκτή, θρεκτόν, = τροχαῖος, θρεκτοῖσι νόμοις, f.l. for κρεκτός, S.Fr.463:—also θρεκτός· δρόμος, Phot.

Greek Monolingual

θρεκτός, -ή, -όν (Α) τρέχω
ταχύς.