κρεκτός

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεκτός Medium diacritics: κρεκτός Low diacritics: κρεκτός Capitals: ΚΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: krektós Transliteration B: krektos Transliteration C: krektos Beta Code: krekto/s

English (LSJ)

κρεκτή, κρεκτόν, struck so as to sound, of stringed instruments: generally, played, sung, νόμος A.Ch.822 (lyr.), cf. S.Fr.463.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui retentit des coups de l'archet.
Étymologie: adj. verb. de κρέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεκτός -ή -όν [κρέκω] getokkeld.

German (Pape)

geschlagen, bes. von Saiteninstrumenten, mit dem Plektrum gespielt, Aesch. Ch. 809.

Russian (Dvoretsky)

κρεκτός: сыгранный на лире (νόμος Aesch.).

Greek Monolingual

κρεκτός, -ή, -όν (Α) κρέκω
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που κρούεται με πλήκτρο.

Greek Monotonic

κρεκτός: -ή, -όν, χτυπημένος, παλλόμενος έτσι ώστε να ακούγεται, λέγεται για τα έγχορδα όργανα· γενικά, τραγουδισμένος, εκτελεσμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεκτός: -ή, -όν, πληττόμενος ἢ κρουόμενος πρὸς ἤχησιν, κρουστός, ἐπὶ ἐγχόρδων ὀργάνων τῷ πλήκτρῳ κρουομένων· καθόλου, παιζόμενος, ψαλλόμενος, Αἰσχύλ. Χο. 822· πρβλ. θρεκτός.

Middle Liddell

κρεκτός, ή, όν
struck so as to sound, of stringed instruments: generally, played, sung, Aesch. [from κρέκω