θρόνιον

English (LSJ)

τό, Dim. of θρόνος (small seat, small chair), EM456.28.
II part of the constellation Cassiopea, Ptol. Alm.8.2.

German (Pape)

[Seite 1219] τό, dim. von θρόνος, VLL., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θρόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρόνος, Ἐκκλ., Ἐτυμ. Μ. 456. 28.

Greek Monolingual

θρόνιον, τὸ (Α) θρόνος
βλ. θρονί.