θρονί

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) θρόνος
1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο
2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος
νεοελλ.
1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση του ναού, όπου τοποθετείται εικόνα της Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί της Παναγίας»)
2. κυριαρχία, δύναμη
3. υψηλή θέση, αξίωμα
4. έδρα, βάση («εις την Αθήνα, που 'τόνε... το θρονί της αρετής», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
βασιλική εξουσία
αρχ.
μέρος του αστερισμού Κασσιόπη.