θρύλλος

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ, besser attisch θρῦλος, ὁ (s. θρυλλέω), Lärmt, Geräusch, πόθενστάσιςτίςθρύλλος; Batrach. 135.

Greek Monolingual

θρύλλος, ὁ (ΑΜ)
βλ. θρύλος.