πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
ο (ΑΜ θρῦλος και θρύλλος)νεοελλ.προφορική παράδοση που μεταβιβάζεται από την παλιότερη γενιά στη νεώτερηνεοελλ.-μσν.φήμη, θρύλημααρχ.κραυγή, βοή, θόρυβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρυλώ].