ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ο (ΑΜ θρῦλος και θρύλλος)
νεοελλ.
προφορική παράδοση που μεταβιβάζεται από την παλιότερη γενιά στη νεώτερη
νεοελλ.-μσν.
φήμη, θρύλημα
αρχ.
κραυγή, βοή, θόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρυλώ].