θυγατρίς

Greek (Liddell-Scott)

θυγατρίς: -ίδος, ἡ κορασίς, Θ. Στουδ. σ. 893, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

θυγατρίς, -ίδος, ἡ (Μ)
μικρό κορίτσι, κορασίδα, κοριτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. θυλακίς, χοινικίς)].