κορασίδα

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

η (Μ κορασίδα και κορασίς, -ίδος)
1. νεαρή γυναίκα, κοράσι
2. ακόλουθος, θεραπαινίδα
νεοελλ.
είδος αχλαδιού με κοκκινωπή φλούδα
μσν.
κόρη, θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσ-ιον + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. ακατίς, κληματίς)].