το (Μ θυρίδιον)μικρή θύρανεοελλ.ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα του κουθουσιούμσν.1. η πύλη του αγίου βήματος2. είσοδος, έμπασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρίδιον, χοιρίδιον)].