χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλοδέρνω, παραδέρνω].