θυροκοπικός

English (LSJ)

θυροκοπική, θυροκοπικόν, of or like θυροκοπία: θυροκοπικόν, τό, tune played on the flute(= κρουσίθυρον), Trypho ap.Ath.14.618c:—also θῠροκοπ-ιστικόν, τό, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] ή, όν, an die Thür klopfend, αὐλήσεως εἶδος, was beim Anklopfen an die Thür der Geliebten gesungen wurde, Ath. XIV, 618 c.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θυροκοπίαν. - θυροκοπικόν, τό, εἶδος χοροῦ, Ἀθην. 618C. - Παρ’ Ἡσυχ. θυροκοπισμός, ὁ.

Greek Monolingual

θυροκοπικός, -ή, -όν (Α) θυροκόπος
1. αυτός που αναφέρεται στη θυροκοπία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυροκοπικόν
τραγούδι με αυλό μπροστά σε θύρα.