θυρσίων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, part of a fish, Ath.7.310e; Lat. tursio (v.l. thurs-), = a dolphin-like fish, Plin.HN9.34.
German (Pape)
[Seite 1227] ωνος, ὁ, das lat. thursio, ein Fisch, Ath. VII, 310 e.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσίων: -ωνος, ὁ, Λατ. thyrsio, μέρος ἰχθύος, τούτου τοῦ ἰχθύος (δηλ. τοῦ καρχαρίου) μέρος (ἴσως διορθωτέον εἶδος) ἐστὶ καὶ ὁ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλούμενος θυρσίων Ἀθήν. 310Ε.
Greek Monolingual
θυρσίων, ὁ (Α) θύρσος
1. μέρος ψαριού [«τούτου τοῦ ἰχθύος (του καρχαρία) μέρος (ίσως διορθ. εἶδος) ἐστί καὶ ὁ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλούμενος θυρσίων», Αθήν.]
2. ψάρι που μοιάζει με δελφίνι.