ιατρομαθηματικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ιατρομαθηματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. ως ουσ. ο, η ιατρομαθηματικός
γιατρός που υποβάλλει τα φυσιολογικά και παθολογικά φαινόμενα σε μαθηματικούς νόμους
2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρομαθηματική
κλάδος της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα τών φυσιολογικών και παθολογικών φαινομένων από φυσική και μηχανική άποψη
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἰατρομαθηματικοί
οι γιατροί και αστρολόγοι συγχρόνως.