ιατρονίκης

Greek Monolingual

ἰατρονίκης, ὁ (Α)
ο νικητής τών άλλων γιατρών, ο διακεκριμένος γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -νικης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιονίκης, πολυνίκης].