Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιατός
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰατός, -ή, -όν) ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. ιάομαι, -ώμαι. ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος].