ιβιοτάφος

Greek Monolingual

ἰβιοτάφος, ὁ (Α)
ο νεκροθάφτης του ιερού πτηνού ίβις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, -ιος + -ταφος < θ. ταφ-: τάφ-ος, ε-τάφ-ην), πρβλ. άταφος].