1. ειδοποιώ, κάνω γνωστό2. βάζω κάποιον σε σκέψη, σε υπόνοια για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + κατάλ. -άζω (πρβλ. ακμάζω, δικάζω)].