ιδεάζω

Greek Monolingual

1. ειδοποιώ, κάνω γνωστό
2. βάζω κάποιον σε σκέψη, σε υπόνοια για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + κατάλ. -άζω (πρβλ. ακμάζω, δικάζω)].