υπόνοια
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
η / ὑπόνοια, ΝΑ ὑπονοῶ
1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία
2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. αμφιβολία, αβεβαιότητα
2. φρ. «μια υπόνοια»
μτφ. πολύ μικρή ποσότητα («θέλω μια υπόνοια ζάχαρη στον καφέ μου»)
αρχ.
1. σκέψη που δεν εκφράζεται, δεν διατυπώνεται
2. ο βαθύτερος, αληθινός σκοπός
3. η βαθύτερη έννοια τών μύθων και τών αλληγοριών
4. υποκίνηση, παρακίνηση
5. υπαινιγμός, νύξη
6. καταλογισμός ευθυνών
7. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερηφανία, θράσος»
8. φρ. α) «καθ' ὑπόνοιαν» και «δι' ὑπονοιῶν» — συγκεκαλυμμένα (Πολ.)
β) «καθ' ὑπόνοιαν» — αντίθετα με αυτό που αναμενόταν (Κόιντ.).