υπόνοια

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

η / ὑπόνοια, ΝΑ ὑπονοῶ
1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία
2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. αμφιβολία, αβεβαιότητα
2. φρ. «μια υπόνοια»
μτφ. πολύ μικρή ποσότηταθέλω μια υπόνοια ζάχαρη στον καφέ μου»)
αρχ.
1. σκέψη που δεν εκφράζεται, δεν διατυπώνεται
2. ο βαθύτερος, αληθινός σκοπός
3. η βαθύτερη έννοια τών μύθων και τών αλληγοριών
4. υποκίνηση, παρακίνηση
5. υπαινιγμός, νύξη
6. καταλογισμός ευθυνών
7. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερηφανία, θράσος»
8. φρ. α) «καθ' ὑπόνοιαν» και «δι' ὑπονοιῶν» — συγκεκαλυμμένα (Πολ.)
β) «καθ' ὑπόνοιαν» — αντίθετα με αυτό που αναμενόταν (Κόιντ.).