ιδιοκατοίκηση

Greek Monolingual

η
1. το να κατοικεί κάποιος στο δικό του ιδιόκτητο σπίτι και όχι σε νοικιασμένο
2. το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να πάρει για δική του κατοίκηση την κατοικία που έχει νοικιάσει σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + κατοίκηση (< κατοικώ)].