Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιδιοκτήτης
Greek Monolingual
ο, θηλ. ιδιοκτήτρια αυτός που έχει στην κατοχή του δική του περιουσία, ο κτήτορας κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου. [ΕΤΥΜΟΛ.<ίδιο- + -κτήτης (<κτώμαι), πρβλ. πλοιο-κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].